στύρακος

στύρακος
στύραξ 1
storax
masc gen sg
στύραξ 2
spike at the lower end of a spear-shaft
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φιοραβάντι — το, Ν άκλ. (κυρίως σε φρ.) «οινοπνευματώδες παρασκεύασμα φιοραβάντι» (παλαιότερα) οινοπνευματώδες παρασκεύασμα από μίγμα ρητίνης, δαφνοκερασιού, στύρακος και αλόης, που χρησιμοποιήθηκε για εντριβές στην αγωγή τών ρευματισμών και τών νεφρικών… …   Dictionary of Greek

  • χυμάτιον — τὸ, ΜΑ [χύμα, ατος] μσν. φρ. «χυμάτιον στύρακος» μικρή ποσότητα, βώλος από ρητινώδες κόμμι τού αρωματικού φυτού στύραξ αρχ. μικρό χύμα, μικρός όγκος μετάλλου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”